Συχνά
οι γονείς των υιοθετημένων παιδιών αποφεύγουν να αποκαλύψουν το μεγάλο μυστικό
της οικογένειας στο παιδί, με τον φόβο ότι μπορεί να το τραυματίσουν ψυχικά, να
αλλάξει η ευημερία της οικογένειας ενώ ακόμα ο ποιο βαθύς τους φόβος είναι της
απόρριψής τους από το υιοθετημένο τους παιδί. Πρέπει όμως να γνωρίζουν ότι το
παιδί έχει δικαίωμα να μάθει την αλήθεια που το αφορά και ότι η σαφήνεια
σχετικά με το παρελθόν του και τις συνθήκες γέννησής του παίζει σημαντικό ρόλο
στην εικόνα εαυτού και την αυτο-εκτίμησή του. Ο φόβος ότι το παιδί αυτό που
έχουν υιοθετήσει θα τους εγκαταλείψει για να βρει τους βιολογικούς τους γονείς.
Κάτι που είναι φυσιολογικό να το νιώθουν και να το βιώνουν από την στιγμή που
δεν ήταν σε θέση να αποκτήσουν ένα βιολογικό παιδί θεωρούν τον εαυτό τους
ανίκανο και να αναθρέψουν ένα υιοθετημένο. Οι αντιδράσεις τους μπορεί να είναι
ακραίες, από την υπερπροστασία μέχρι την απόρριψη, και οι προσδοκίες τους πολύ
υψηλές ή πολύ χαμηλές. Θα πρέπει και οι ίδιοι να αποδεχθούν την πραγματικότητα
και την ιδέα ότι πιθανόν δεν θα έχουν το τέλειο παιδί, δηλαδή ένα παιδί που να
ταυτίζεται πλήρως με τις επιθυμίες τους. Οι γονείς θα πρέπει να έχουν μια
σταθερότητα στα συναισθήματά τους. Αν όμως το παιδί πιέζεται υπερβολικά για να
ανταποκριθεί στις προσδοκίες τους, νιώθει ότι δεν το σέβονται και έχει το
αίσθημα της απελπισίας και της μοναξιάς.
Σε
κάποια στιγμή της ζωής του το παιδί θα ζητήσει να βρει τους βιολογικούς του
γονείς. Αυτή του την επιθυμία θα πρέπει να την σεβαστεί η ανάδοχη οικογένεια
του και να το βοηθήσουν να βρει την καταγωγή του. Οι θετοί γονείς δεν έχουν
λόγο να νιώσουν προδομένοι ή απελπισμένοι, ούτε να μπουν σε ατελείωτες
συγκρούσεις με το παιδί. Ακόμη και αν πραγματοποιηθεί αυτή η γνωριμία είναι
συνήθως μια εμπειρία απογοητευτική που μάλλον ενδυναμώνει, παρά υπονομεύει, την
δική τους θέση, θέση των πραγματικών γονέων.
Μέχρι
και το 1970 ακόμη και οι ειδικοί πίστευαν ότι το παιδί δεν πρέπει ποτέ να μάθει
ότι είναι υιοθετημένο. Έτσι έφτιαχναν πλαστά χαρτιά γεννήσεως, τα αρχεία της υιοθεσίας
σφραγίζονταν και τα παιδιά που επιλέγονταν φρόντιζαν να είχαν κοινά
χαρακτηριστικά με τους γονείς. Τα παιδιά είτε το ανακάλυπταν τυχαία είτε δεν το
ανακάλυπταν ποτέ. Όταν όμως το ανακάλυπταν είτε σχετικά μεγάλη ηλικία, συνήθως
στην εφηβεία, πάθαιναν σοκ, σύγχυση, αγωνία και ντροπή. Έτσι λοιπόν, η αλλαγή
ξεκίνησε με τις μελέτες του Kirk (1964), ο οποίος τόνισε τη σημασία της ανοικτής
επικοινωνίας στην υποστήριξη και την θετική προσαρμογή των υιοθετημένων
παιδιών. Συγκεκριμένα, η ανοικτή επικοινωνία σχετικά με την υιοθεσία έχει
βρεθεί να σχετίζεται με την ικανοποίηση και την εγγύτητα στη θετή οικογένεια,
με λιγότερα προβλήματα ταυτότητας, μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους θετούς γονείς
και υγιή προσαρμογή των υιοθετημένων παιδιών. Η σωστή ηλικία για να μιλήσεις
στο παιδί για την υιοθεσία είναι στη
ηλικία των 2-4 ετών όπου το παιδί αρχίζει να κάνει ερωτήσεις από πού προέρχονται
τα μωρά. Σε αυτήν φάση της ζωής του φτιάχνοντας ένα σωστό παραμύθι μια ωραία
διήγηση μπορεί να γίνει η πρώτη αποκάλυψη και μετά των 6-7 ετών θα αρχίζει να
καταλαβαίνει την σημασία της υιοθεσίας και σταδιακά θα αρχίσει να την
αποδέχεται μέχρι την ενήλικη ζωή.
Η
υιοθεσία παρότι προϋποθέτει μια επώδυνη απώλεια, εκείνη των βιολογικών γονέων, μπορεί
να αντιμετωπισθεί με επιτυχία και να κάνει ευτυχισμένους τους θετούς γονείς και
το παιδί ένα επιτυχημένο άτομο με ίσες πιθανότητες ευημερίας, όπως οποιοδήποτε άλλο
άτομο της κοινωνίας.
ΟΝΑΣΟΓΛΟΥ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΓΕΩΡΓΙΑ
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ
BA (HONS) ΠΤΥΧΙΟ ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Bachelor on Psychosocial Studies
ANGLIA RUSKIN UNIVERSITY
Ειδίκευση στην ΙΑΤΡΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ και ΣΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΗΒΩΝ
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου